Για μια προσπάθεια ακόμη...

Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Χρόνος. Γράφτηκε σε συνεργασία με δύο καλούς φίλους και συναδέρφους, τη Χριστίνα Παπαγγελή και το Βασίλη Συμεωνίδη.

Η συζήτηση γύρω από το σχολείο και τους πολίτες που θα θέλαμε να προετοιμάζει μοιάζει να επαναλαμβάνεται εδώ και πολλά χρόνια. Άλλωστε οποιαδήποτε κουβέντα και πολιτική πρακτική αφορά τη ρύθμιση της σχολικής ζωής και γνώσης, από μόνη της μας οδηγεί στους πολίτες που θέλουμε να φτιάξει το σχολείο. Σήμερα όμως, στην πραγματικότητα, μια κοινωνία σε κρίση καλείται να μιλήσει για ένα σχολείο σε κρίση και πώς μπορεί αυτό να καθοδηγήσει τους νέους ανθρώπους να διαμορφώσουν μια άλλη πολιτική υπόσταση που να ξεπερνά τις αγκυλώσεις και να δίνει προοπτική στις επόμενες δεκαετίες. Επομένως, είναι αναπόφευκτα μια συζήτηση με αναδρομές στο παρελθόν, με αυστηρή πολιτική κριτική, αιχμές, αυτοκριτική στάση για μας τους εκπαιδευτικούς και έντονη αγωνία για την τύχη και τις προοπτικές των παιδιών που αναζητούν διέξοδο από μια παρωχημένη σχολική πραγματικότητα.

Αυτό που η κρίση αναδεικνύει ακόμη πιο έντονα πλέον μέσα στη σχολική αίθουσα είναι η παθητικότητα και ένα αίσθημα ηττοπάθειας, η ματαιωμένη επιθυμία να αυτενεργήσουν οι μαθητές και να αποκτήσουν κριτική στάση απέναντι στη γνώση και στα πράγματα. Καθηλωμένοι για ώρες μέσα σε στεγνές και απρόσωπες αίθουσες, οι νέοι καλούνται να ακούν και να αναπαράγουν χωρίς πρακτικά να δημιουργούν, χωρίς να μπορούν να προτείνουν, χωρίς πρωτοβουλίες και δοκιμές, χωρίς συμμετοχή που να προκαλεί αλλαγές στη ρουτίνα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, δηλαδή χωρίς σχολική ζωή. Με ένα μοντέλο μετωπικό και αυστηρά ιεραρχημένο που στηρίζεται στην αποστήθιση και στη δικαίωσή της μέσα από αλλεπάλληλες εξετάσεις καλούμαστε να διαμορφώσουμε πολίτες. Η αντίφαση είναι ξεκάθαρη. Για μας τους εκπαιδευτικούς γίνεται ακόμη πιο σκληρή όταν προσπαθούμε να συζητήσουμε με τους μαθητές μας για έννοιες όπως δημοκρατία, συμμετοχή, πολίτης και διαπιστώνουμε τη δυσκολία να συνειδητοποιήσουν το περιεχόμενό τους. Και τότε μαθήματα όπως η Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή, η Ιστορία ή η Φιλοσοφία κλείνουν ειρωνικά το μάτι και επιβεβαιώνουν την παθητικότητα του σχολικού μοντέλου.

Μεγαλύτερος εχθρός φαντάζει πολλές φορές ο φόβος και η έλλειψη αυτοπεποίθησης και εμπιστοσύνης· δεν εντοπίζεται μόνο στο σχολείο, αλλά ίσως έχει την πρώιμη αφετηρία του εκεί. Φόβος για τους βαθμούς, φόβος για τις εξετάσεις, φόβος για την αποτυχία, φόβος για την ενδεχόμενη ματαιότητα της προσπάθειας και κυρίως φόβος για τη ζωή μετά το σχολείο. Συχνά εμφανίζεται σαν το μοναδικό κίνητρο υπακοής και προσαρμογής στις απαιτήσεις του σχολείου. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που τα παιδιά μεγαλώνοντας απομυθοποιούν πολλούς από τους διακηρυγμένους στόχους του. Φοβισμένοι πολίτες λοιπόν; Άλλη μια αντίφαση. Κι αν ο φόβος μοιάζει υπερβολή, δύσκολα θα αρνηθεί κάποιος που έρχεται σε επαφή με τους μαθητές καθημερινά την έλλειψη αυτοπεποίθησης αλλά και την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον ίδιο τον σχολικό θεσμό. Στάση που προβάλλει ισχυρότερη όταν αυτή η διαδρομή φτάνει προς το τέλος της. Εκεί η παρέμβασή μας γίνεται πιο ουσιαστική και ξεπερνά τα όρια της διεκπεραίωσης. Αλλά και όταν φαίνεται στα μάτια των παιδιών ότι το στοίχημα κερδίζεται, υπάρχει πάλι η αγωνία μήπως όλα μείνουν μια μεμονωμένη προσπάθεια που θα σβήσει από δυνάμεις ισχυρότερες έξω από τη σχολική αίθουσα.

Βεβαίως υπάρχει συνείδηση της ευθύνης να συνεχίσουμε στην ίδια κατεύθυνση, αλλά πάντα η αγωνία για το αποτέλεσμα που δεν έρχεται φέρνει θλίψη και μειώνει το κουράγιο. Άλλωστε γραφειοκρατικές δεσμεύσεις, η εμμονή στο αντικείμενο, η συμβατική προτεραιότητα να διεκπεραιωθεί η ύλη, η ανταγωνιστική βαθμολογία και η μέγγενη των εξετάσεων αφαιρούν πολύτιμο χρόνο ώστε να αναδειχτούν οι μαθητές ως υποκείμενα συνεργασίας τόσο μεταξύ τους όσο και μ’ εμάς τους δασκάλους τους. Κι έτσι επανέρχεται το ερώτημα πώς να αντιμετωπιστεί η νεανική απογοήτευση, η στροφή των μαθητών σε στάσεις και συμπεριφορές που κινούνται σε μια ιδιωτική αντίληψη για τον κοινό βίο, η καταφυγή σε εύκολες και ανιστόρητες απαντήσεις για τα ζητήματα που θέτει η κρίσιμη συγκυρία κατά την οποία ολοκληρώνουν την προσωπικότητά τους και διαμορφώνουν την ταυτότητά τους σε σχέση με τα οξυμμένα πολιτικά προβλήματα της εποχής.

Στην αναζήτηση γύρω από αυτά τα θέματα εύλογα στρεφόμαστε όλοι και στην πρόσφατη μεταπολιτευτική ιστορία της εκπαίδευσης. Σε μια περίοδο που έδειξε να ανοίγει παράθυρα δημιουργικότητας και συνεργασίας κυρίως μέσα από προγράμματα πολιτισμού, περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, τοπικής ιστορίας ή της ευέλικτης ζώνης και καινοτομίες όπως οι σχολικές βιβλιοθήκες, οι ερευνητικές εργασίες, η χρήση νέων τεχνολογιών και ο ομαδοσυνεργατικός τρόπος δουλειάς. Ένα πεδίο που φωτίστηκε από πολλές πρωτότυπες και ουσιαστικές παρεμβάσεις δασκάλων και μαθητών. Ωστόσο φάνηκε ότι όλα αυτά αντί να λειτουργήσουν σαν δούρειος ίππος απέναντι στο ασφυκτικό πλαίσιο που περιγράψαμε, ώστε να αλλάξουν την εκπαιδευτική πραγματικότητα και να δώσουν άλλη προοπτική, τελικά λειτούργησαν στο περιθώριο –και πετσοκομμένα πια εξακολουθούν να λειτουργούν– σαν άλλοθι εκσυγχρονισμού ή σαν δίοδος για την απορρόφηση ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων.

Τι πήγε λοιπόν στραβά; Για ποιους λόγους έμειναν αναξιοποίητες όλες αυτές οι ευκαιρίες; Πού οφείλεται η δυσπιστία να υιοθετηθούν ως διευρυμένες εκπαιδευτικές πρακτικές; Είναι άραγε ευθύνη των εκπαιδευτικών που καλούμαστε να τις εφαρμόσουμε; Και πώς μπορούμε να παλέψουμε την αντίφαση σε σχέση με τον σκληρό πυρήνα του εκπαιδευτικού πλαισίου; Πολλές από αυτές τις εκπαιδευτικές πρακτικές αναιρέθηκαν ή βρίσκονται υπό αίρεση μέσα από μια αντιμεταρρυθμιστική προσπάθεια που προβάλλει την ανταγωνιστικότητα μαθητών, δασκάλων και σχολείων σαν λύση στο αδιέξοδο της κρίσης. Προσδίδει μ’ άλλα λόγια ποσοτικά γνωρίσματα σε μια διαδικασία που έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά. Άλλη μια αντίφαση λοιπόν.


Εδώ, σε τέτοια ερωτήματα συνήθως κολλάμε..., αλλά δεν έχουμε επιλογές και ξαναπιάνουμε το νήμα για μια προσπάθεια ακόμη.

Χριστίνα Παπαγγελή, Βασίλης Συμεωνιδης, Σωτήρης Γκαρμπούνης