Ιλιάδα Β΄ Γυμνασίου Ραψωδία Α 350-431 Διαγώνισμα



Κείμενο
τότε ο Πηλείδης έκλαιγε και στ΄ ακρογιάλι μόνος
καθήμενος εκοίταζε τ΄ απέραντα πελάγη
και θερμοευχήθη της μητρός απλώνοντας τα χέρια:
«Μητέρ, αφού κοντόχρονον με έχεις γεννημένον,
έπρεπε καν ο βροντητής να μου χαρίσει ο Δίας
τιμήν και αντίς ολότελα δεν μ΄ έχει αυτός τιμήσει·
ιδού τώρα με ατίμασεν ο μέγας Αγαμέμνων,
ότι μου άρπαξεν αυτός το δώρο μου και το χει».
Είπε με δάκρυα και η σεπτή τον άκουσε μητέρα
στα βάθη όπ΄ έμενε σιμά στον γέροντα γονέα
και σαν ομίχλη ανέβηκε μέσ΄ από τ΄ άσπρο κύμα.
Στο πλάγι αυτού που έκλαιεν εκάθισεν η θεία,
τον χάιδεψε, κατ΄ όνομα τον έκραξε και του ΄πε:
«Τι κλαις, παιδί μου, στην καρδιά ποια λύπη σ΄ ήβρε; Ειπέ μου
ευθύς, μη το ΄χεις μυστικό, κι εγώ να το γνωρίσω».
Κι΄ ο Αχιλλεύς στενάζοντας της είπε: «Τα γνωρίζεις,
τι απ΄ αρχής να σου τα ειπώ; Την πόλιν την αγίαν
την Θήβην, που εβασίλευσεν ο μέγας Ηετίων,
πατήσαμε κι εφέραμεν εδώ τα λάφυρά της·
κι ως έπρεπεν οι Αχαιοί τα μοιρασθήκαν όλα
και του Ατρείδη εδιάλεξαν την κόρην Χρυσηίδα·
ο ιερέας έπειτα του μακροβόλου Φοίβου
ο Χρύσης ήλθε στα γοργά των Αχαιών καράβια
με λύτρα πλουσιοπάροχα την κόρην του να λύσει,
και του θεού στο χέρι του τα στέφανα κρατώντας
στο σκήπτρο επάνω το χρυσό επρόσπεσεν εις όλους
τους Αχαιούς, αλλ΄ έξοχα στους βασιλείς Ατρείδες·
τότ΄ είπαν όλοι οι Αχαιοί τον γέροντ΄ ιερέα
να σεβασθούν και τα λαμπρά λύτρα δεκτά να γίνουν·
αλλά τούτο δεν έστερξεν ο Ατρείδης Αγαμέμνων,
και τον απόδιωξε κακά με δυνατές φοβέρες˙
έφυγε ο γέρος με χολήν και τες ευχές του ο Φοίβος,
άκουσ΄ ευθύς, ότι ο θεός πολύ τον αγαπούσε˙
και στους Αργείους έριξε βέλος κακό, κι επέφταν
σωρός τα πλήθη, ως του θεού τα βέλη ολού πετούσαν
στο απέραντο στρατόπεδο των Αχαιών, και ο μάντης
ο γνώστης μας φανέρωσεν ό,τι του είπε ο Φοίβος·
τότε ο θεός να ιλεωθεί συμβούλευσα εγώ πρώτος·
με τούτο σφόδρα εθύμωσεν ο Ατρείδης κ΄ εσηκώθη
και λόγον είπε φοβερόν, που είναι τελειωμένος.
Κι οι Αχαιοί προβόδισαν με γρήγορο καράβι
και προσφορές για τον θεόν την κόρην εις την Χρύσην,
αλλ΄ από τώρ΄ απ΄ την σκηνήν την κόρην του Βρισέως,
δώρο σ΄ εμέ των Αχαιών, οι κήρυκες μου επήραν·
και, αν δύνασαι, προστάτευσε συ το καλό παιδί σου
ανέβα ευθύς στον Όλυμπον και πρόσπεσε στον Δία,
αν χάριν του ΄καμες ποτέ με λόγον ή με έργον·
συχνά στο σπίτι του πατρός σ΄ άκουσα να καυχάσαι
ότι τον μαυροσύννεφον Κρονίδην εσύ μόνη
των αθανάτων έσωσες απ΄ όλεθρον αχρείον,
όταν οι άλλοι Ολύμπιοι επήγαν να τον δέσουν,
η Ήρα με την Αθηνάν και ο Ποσειδών ακόμη,
και συ, θεά, τον λύτρωσες που φώναξες αμέσως
τον μέγαν εκατόγχειρον στες κορυφές του Ολύμπου·
απ΄ τους θεούς Βριάρεως, και απ΄ τους θνητούς Αιγαίων
λέγεται και στην δύναμιν περνά και τον πατέρα·
μ΄ έπαρσιν κάθισεν αυτός στο πλάγι του Κρονίδη,
και από τον φόβον του οι θεοί δεν έδεσαν τον Δία.
Τα γόνατά του αγκάλιασε και τούτα ενθύμισέ του,
στους Τρώας ίσως βοηθός θελήσει αυτός να γίνει,
και ακρόγιαλα τους Αχαιούς να κλείσει προς τες πρύμνες
να σφάζονται για να χαρούν τον βασιλιά τους όλοι.
Να μάθει και ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων
πόσο ετυφλώθη ν΄ αψηφά των Αχαιών τον πρώτον».
Και δάκρυα χύνοντας πολλά του απάντησεν η Θέτις:
«Υιέ μου, τι σ΄ ανάσταινα τον πικρογεννημένον;
Άλυπος καν και αδάκρυτος να κάθοσουν στες πρύμνες,
αφού δεν θέλ΄ η μοίρα σου πολύν καιρόν να ζήσεις·
αλλ΄ είσαι και ολιγόζωος και πίκρες πότισμένος
σαν κανείς άλλος· άμοιρα στο σπίτι σ΄ εγεννούσα·
κι εγώ τον λόγον σου να ειπώ του βροντοφόρου Δία,
στον χιονισμένον Όλυμπον θα υπάγω, αν θα μ΄ ακούσει·
συ ωστόσο από τον πόλεμον τραβήξου και στες πρύμνες
ησύχαζε, των Αχαιών να δείξεις τον θυμόν σου·
και ο Δίας στον Ωκεανόν, που τον καλούν οι θείοι
Αιθίοπες κατέβη χθες και όλ΄ οι θεοί μαζί του
και μετά ημέρες δώδεκα στον Όλυμπον θα γύρει,
και τότε στα χαλκόστρωτα θ΄ ανέβω δώματά του,
να του προσπέσω ταπεινά κι ελπίζω να μ΄ ακούσει».
Είπε κι εκεί, τον άφησε περίσσια χολωμένον,
οπού την ομορφόζωνην του επήραν κορασίδα
δυναστικώς.

Ερώτηση 1
Εντοπίστε στο κείμενο τέσσερις στερεότυπες - τυπικές εκφράσεις/επίθετα που χρησιμοποιεί ο Όμηρος και χαρακτηρίζει ήρωες ή θεούς.
………………………………….
………………………………….
………………………………….
………………………………….
4 μονάδες

Ερώτηση 2
Υποθέστε ότι αντί του Αχιλλέα η συνάντηση γίνεται μεταξύ ανάμεσα στον Αγαμέμνονα και τη δική του μητέρα. Τι πιστεύετε ότι θα έλεγε ο Αγαμέμνονας από τη δική του πλευρά; Γράψτε σύντομα ένα κείμενο στο οποίο μιλάει ο ίδιος και (α) εκφράζει το παράπονό του και (β) διατυπώνει κάποιο αίτημα στη μητέρα του. Υποθέστε ότι και αυτή είναι θεά. Το κείμενο να μην ξεπερνά τις 60 λέξεις.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
6 μονάδες

Ερώτηση 3
Η εμφάνιση της Θέτιδας γίνεται με επιφάνεια ή με ενανθρώπιση; Αρκεί μόνο η λέξη.
…………………………
2 μονάδες

Ερώτηση 4
Εντοπίστε στο κείμενο ένα σημείο επιβράδυνσης της ιστορίας. Γράψτε την αρχή και το τέλος των στίχων (από - έως) και εξηγήστε σύντομα γιατί αποτελεί επιβράδυνση.
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
4 μονάδες

Ερώτηση 5
Δώστε δύο συναισθήματα του Αχιλλέα καθώς μιλάει με τη μητέρα του και δύο της Θέτιδας.
Αχιλλέας:
Θέτιδα:
4 μονάδες

Δεν υπάρχουν σχόλια: