Ιλιάδα Β΄ Γυμνασίου

Ραψωδία Α 

Κείμενο
Του αντείπεν ο φτερόποδος ισόθεος Πηλείδης:
«Ένδοξε Ατρείδη, περισσά φιλόπλουτε, τι λέγεις;
Οι μεγαλόψυχοι Αχαιοί πώς θα σου δώσουν δώρον;
125. Μη κάπου λάφυρα κοινά γνωρίζομε αφημένα;
σ' απ' τες χώρες, πήραμε, εμοιρασθήκαν όλα
και να τα ξανακάμομε σωρό δεν είναι πρέπον·
αλλά συ τώρα στον θεόν απόλυσε την κόρη,
και τετραπλά θ' ανταμειφθείς, αν ποτέ δώσει ο Δίας
130. οι Αχαιοί να πάρομε την πυργωμένην Τροίαν».
Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
«Αν και γενναίος, μη ζητείς με απάτην να με πάρεις,
θείε Πηλείδη, κι εύκολα δεν θα με καταπείσεις,
να έχεις συ το δώρο σου και εγώ να το στερούμαι·
135. θέλεις και με παρακινείς την κόρη ν' αποδώσω·
αλλ' αν δώρον ισότιμο της αρεσιάς μου λάβω
απ' τους γενναίους Αχαιούς, αρκεί, και αν δεν μου δώσουν,
θα έλθω με το χέρι μου να πάρω ή το δικό σου
το δώρον ή του Αίαντος ή κείνο του Οδυσσέως·
[…]
Άγρια τον εκοίταξε και απάντησε ο Πηλείδης:
150. «Ωιμένα πανουργότατε, μ' αναίδειαν ενδυμένε,
και ποιος από τους Αχαιούς θα δράμει, αν τον ζητήσεις,
είτε εις ταξίδι πρόθυμος, είτε εις πολέμου αγώνα;
Εγώ δεν ήλθα εξ αφορμής των λογχοφόρων Τρώων
να πολεμήσ', ότι ποσώς εκείνοι δεν μου πταίουν·
155. τα βόδια μήτε τ' άλογα δεν βγήκαν να μου πάρουν
μήτε στην μεγαλόσβολην, την ανδροθρέπτραν Φθίαν
ποτέ μου εβλάψαν τους καρπούς, ότ' είναι ανάμεσόν μας
όρη κατάσκια πολλά και πέλαγ' αγριωμένα·
αλλά για τον Μενέλαο και, αναίσχυντε, για σένα
160. ήλθομεν όλοι εκδίκησιν να πάρομε των Τρώων,
και συ, ω σκυλοπρόσωπε, λησμονημένα τα 'χεις.
Και τώρ' αυτό το δώρο μου να πάρεις φοβερίζεις
που 'ναι αμοιβή των κόπων μου κι οι Αχαιοί μου εδώσαν·
κι ίσια με σε δεν έχω εγώ δώρο καλό ποτέ μου,
165. όταν καλά τειχόκαστρα πατούμε της Τρωάδος·
αλλά το βάρος του σφοδρού πολέμου πρώτος έχω
εγώ και αν τύχει μοιρασμός, τρανό συ παίρνεις δώρο,
κι εγώ με δώρο μικροστό και αγαπητό γυρίζω
στες πρύμνες από τον σκληρόν αγώνα του πολέμου·
170. στην Φθίαν τώρ' αναχωρώ· καλύτερα να γύρω
στον τόπον μου με τα κυρτά καράβια, και δεν θέλω
εδώ να μείνω ατίμητος τα πλούτη να σου αυξήσω».
Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
«Φύγε, αν το θέλεις, φύγ' ευθύς· και χάριν μου να μένεις,
175. εγώ δεν σε παρακαλώ· κοντά μου υπάρχουν και άλλοι
να με δοξάσουν, κι έξοχα ο πάνσοφος Κρονίδης·
και απ' τους διοθρέπτους βασιλείς συ είσαι ο μισητός μου·
[…]180. σπίτι σου με τα πλοία σου και τους συντρόφους σου άμε,
των Μυρμιδόνων δέσποζε· κι εγώ δε σε λογιάζω
και στην χολήν σου αδιαφορώ· κι ιδού τι σου κηρύττω:
Καθώς εμένα μου αφαιρεί την Χρυσηίδα ο Φοίβος
—κι εκείνην με συντρόφους μου και με δικά μου πλοία
185. θα στείλω — και το δώρον σου την κόρην του Βρισέως,
εις την σκηνήν σου θα 'λθω, εγώ να πάρω, για να μάθεις,
πόσο σου είμαι ανώτερος εγώ και να τρομάζει
και άλλος μ' εμέ να συγκριθεί και όμοιος να γίνει εμπρός μου».
[…]
Τα λόγια τούτα επλήγωσαν τα σπλάχνα του Αχιλλέως
190. κι έστρεψε δύο στοχασμούς μες στα δασιά του στήθη·
ή θε να σύρει απ' το πλευρό το ακονισμένο ξίφος
και αφού σκορπίσει όλους εκεί, να σφάξει τον Ατρείδην,
ή να σιγάσει την οργήν κρατώντας την ψυχήν του·
κι αυτά ως διαλογίζονταν στον νουν και από την θήκην
195. το μέγα ξίφος έσερνε, κατέβηκε ουρανόθεν
η Αθηνά, την έστελνεν η Ήρα η λευκοχέρα,
οπού αγαπούσε ολόψυχα παρόμοια και τους δύο·
του εστήθη οπίσω κι έπιασε τα ολόξανθα μαλλιά του,
σ' εκείνον μόνον φανερή και αθώρητη στους άλλους.
[…]
Με βαρείς λόγους έπειτα και πάλιν ο Πηλείδης
225. προς τον Ατρείδη εστράφηκεν, ουδ' έπαυε η χολή του:
«Ω μέθυσε, σκυλόματε, και με καρδιάν ελάφου!
μήτε ποτέ με τον λαόν ν' αρματωθείς για μάχην,
μήτε εις καρτέρι να οδηγείς τους πρώτους πολεμάρχους
ετόλμησες· σου φαίνονται τρόμος θανάτου εκείνα·
230. καλύτερα στο στράτευμα των Αχαιών σ' αρέσει
όποιος σ' εσένα αντιλογά, να του αφαιρείς τα δώρα·
τωόντι αχρείους κυβερνάς, λαοφάγε βασιλέα!
…θ' αποζητήσουν οι Αχαιοί μια μέρα τον Πηλείδη
όλοι και συ περίλυπος την δύναμιν δεν θα 'χεις
να τους βοηθείς, όταν πολλούς θα στρώσει χάμω η λόγχη
του ανθρωποφόνου Έκτορος και σε θα τρώγει ο πόνος,
245. που αψήφησες των Αχαιών τον πρώτον πολεμάρχον».

Ερώτηση 1

Εντοπίστε στο κείμενο τέσσερις στερεότυπες εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο Όμηρος και χαρακτηρίζει ήρωες ή θεούς.
………………………………….
………………………………….
………………………………….
………………………………….
4 μονάδες
Ερώτηση 2

α) Ποια συνήθεια κατά τη διάρκεια του πολέμου περιγράφει στους παραπάνω στίχους ο Αχιλλέας;
β) Από ποια ανάγκη στρέφονταν οι στρατοί τις εποχής εκείνης στη λεηλασία;
γ) Σήμερα θα συνέβαινε κάτι τέτοιο; Εξηγήστε γιατί.

Μη κάπου λάφυρα κοινά γνωρίζομε αφημένα;
σ’ απ’ τες χώρες, πήραμε, εμοιρασθήκαν όλα
και να τα ξανακάμομε σωρό δεν είναι πρέπον·
α)………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
β)……………………………………………………………………………………............................
...............................................................................................................................................................
...............................................................................................................................................................
γ)………………………………………………………………………………………........................
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

6 μονάδες
Ερώτηση 3

Εντοπίστε στο κείμενο το σημείο που εμφανίζεται η θεά Αθηνά. Πρόκειται για επιφάνεια ή για ενανθρώπιση και γιατί;
………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

3μονάδες
Ερώτηση 4

Απομονώστε τις φράσεις/τα λόγια του Αγαμέμνονα και του Αχιλλέα που φανερώνουν την οριστική ρήξη μεταξύ τους. (μία φράση/πρόταση του Αγαμέμνονα και μία του Αχιλλέα)
Αγαμέμνονας:…………………………………………………………………………
Αχιλλέας:……………………………………………………………………………..

2 μονάδες
Ερώτηση 5

Με βάση τα λόγια των δύο ηρώων δώστε τρεις χαρακτηρισμούς για τον καθένα.
Αγαμέμνονας:
1.
2.
3.

Αχιλλέας:
1.
2.
3.

5 μονάδες




Ραψωδία Π 823-867

Κείμενο

Και ως λέοντας και αδείλιαστος αγριόχοιρος στο όρος
μάχονται μεγαλόψυχα για μια μικρή βρυσούλα,
825 ότι να πιουν θέλουν και οι δυο με λύσσαν, ώσπου ο χοίρος
ασκομαχώντας ξεψυχά στον λέοντ' αποκάτω·
ομοίως τον ανδράγαθον υιόν του Μενοιτίου,
πολλών φονέα μαχητών ο Πριαμίδης Έκτωρ
με λόγχην εθανάτωσε κι επάνω του εκαυχήθη:
830 «Την πόλιν μας, ω Πάτροκλε, θαρρούσες ν' αφανίσεις,
και δούλες στην πατρίδα σου να πάρεις τες γυναίκες,
ανόητε! Και ακούραστα γι' αυτές ετρικυμίζαν
τ' άλογα τα φτερόποδα του Έκτορος, κι εκείνος, —
που είμαι πρώτος μαχητής των φιλομάχων Τρώων,
835 και δεν θα ιδούν, ενόσω ζω, την δουλικήν ημέρα·
και τώρα σε τα όρνεα θα φάγουν εις την Τροίαν.
Άθλιε! Δεν σε ωφέλησεν ο ανδρείος Αχιλλέας·
θα σου παράγγελνε πολλά την ώραν που εκινούσες:
"Να μη γυρίσεις Πάτροκλε ιππόμαχε, στα πλοία
840 πριν σχίσεις εις του Έκτορος τα στήθη τον χιτώνα
βαμμένον εις το αίμα του"· αυτά θα είπ' εκείνος
και αυτά τα λόγια σ' άρεσαν, ανόητος ως είσαι».
Και, Πάτροκλε, του απάντησες με την ψυχήν στο στόμα:
«Έκτορ, καυχήσου όσο ημπορείς, τώρα που ο Ζευς και ο Φοίβος
845 την νίκην σού εχάρισαν — και αυτοί με καταβάλλουν
εύκολ', αφού μου αφαίρεσαν τα όπλ' από τους ώμους.
Κι είκοσιν όμοιοι με σε να είχαν έλθει εμπρός μου
όλοι νεκροί θα έπεφταν στην λόγχην μου αποκάτω.
Εμένα η μοίρα εφόνευσεν η μαύρη με τον Φοίβον
850 και απ' τους θνητούς ο Εύφορβος· τρίτος εσύ με γδύνεις.
Και άκουσε ακόμα τι θα ειπώ και βάλε το στον νου σου·
ολίγες ειν οι μέρες σου· και ιδού σε παραστέκει
η μοίρα η παντοδύναμη κι η ώρα του θανάτου,
οπού απ' το χέρι αδάμαστο θα πέσεις του Αχιλλέως».
855 Με αυτά τα λόγι' απέθανε· και κλαίοντας θλιμμένη
την μοίραν, που νεότητα και ανδρείαν της επήρε,
από τα μέλη του η ψυχή κατέβηκε στον Άδη.
Νεκρόν τον επροσφώνησεν ο λαμπροφόρος Έκτωρ:
«Ω Πάτροκλε, τον θάνατον γιατί μου προμαντεύεις;
860 Ποιος ξέρει μήπως ο Αχιλλεύς, της Θέτιδος ο γόνος,
χάσει αυτός πρώτος την ζωήν στην λόγχη μου αποκάτω;»
Είπε και μέσ' απ' την πληγήν, πατώντας τον, την λόγχην
ανέσπασε και ανάσκελον τον έσπρωξε στο χώμα.
Κι ευθύς στον Αυτομέδοντα με το κοντάρι εχύθη,
865 που είχε ακόλουθον λαμπρόν ο ασύγκριτος Πηλείδης,
να τον κτυπήσει, αλλ' έπαιρναν αυτόν οι ταχείς ίπποι,
οι αθάνατοι, που οι θεοί χαρίσαν του Πηλέως.



Παρατηρήσεις:

Και ως λέοντας και αδείλιαστος αγριόχοιρος στο όρος
μάχονται μεγαλόψυχα για μια μικρή βρυσούλα,
 ότι να πιουν θέλουν και οι δυο με λύσσαν, ώσπου ο χοίρος
ασκομαχώντας ξεψυχά στον λέοντ' αποκάτω·
ομοίως τον ανδράγαθον υιόν του Μενοιτίου,
πολλών φονέα μαχητών ο Πριαμίδης Έκτωρ
με λόγχην εθανάτωσε κι επάνω του εκαυχήθη:

1.      Τι σχήμα λόγου έχουμε στο παραπάνω απόσπασμα;
(2 μονάδες)
________________________

2.      Ποιοι στίχοι αφορούν το πρώτο σκέλος του σχήματος και ποιοι το δεύτερο;
(2 μονάδες)
1ο σκέλος:______________________________________________
2ο σκέλος:______________________________________________

3.      Σε ποιο σημείο προοικονομείται ο θάνατος του Έκτορα; Γιατί σύμφωνα με την αντίληψη που επικρατούσε θα έπρεπε ο Έκτορας να ανησυχήσει;
(4 μονάδες)
____________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Εμένα η μοίρα εφόνευσεν η μαύρη με τον Φοίβον
 και απ' τους θνητούς ο Εύφορβος· τρίτος εσύ με γδύνεις.

4.       Τι προσπαθεί να πετύχει ο Πάτροκλος με τα παραπάνω λόγια στον Έκτορα;
(4 μονάδες)
______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

5.      Ποιες λέξεις ή φράσεις δείχνουν το μίσος και τη σκληρότητα του Έκτορα; (4 στο σύνολο)
(4 μονάδες)
____________________________
____________________________
____________________________
____________________________

6.      Πώς θα χαρακτηρίζατε τον Έκτορα με βάση τα λόγια του προς τον Πάτροκλο; (4 χαρακτηρισμούς)
(4 μονάδες)
_________________________                                              ______________________
_________________________                                              ______________________

Δεν υπάρχουν σχόλια: