Λογοτεχνία Γ΄ Γυμνασίου

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι

Ι
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω 'γω στο χέρι;
οπού συ μου γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

ΙΙ

Ο Απρίλης με τον έρωτα χορεύουν και γελούνε,
κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
…………………………………………………………….
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
π’ ολονυχτίς εσύσμιξε με τ´ ουρανού τα κάλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, οπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο
το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες βρύσες κρένει:
«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:

1.     Να σχολιάσετε τον τίτλο του ποιήματος.
5 μονάδες

2.     Προσωποποίηση, μεταφορά, παρομοίωση, χιαστό, παρήχηση, επανάληψη, αντίθεση: Από αυτά τα εκφραστικά μέσα, να βρείτε τα πέντε που χρησιμοποιεί ο ποιητής στα δύο αποσπάσματα. Να επισημάνετε τους σχετικούς στίχους.
5 μονάδες

3.     Να παραθέσετε πέντε συναισθήματα που βιώνουν οι πολιορκημένοι στα δύο αποσπάσματα του έργου.
5 μονάδες
4.     Αφού διαβάσετε το ποίημα του Καρυωτάκη που ακολουθεί να απαντήσετε στα παρακάτω ερωτήματα:

·        Πώς εκδηλώνεται ο πειρασμός στα δύο ποιήματα;
·        Με βάση το τέλος του κάθε ποιήματος, με ποιο τρόπο αντιμετωπίζουν το ηθικό αυτό δίλημμα οι ήρωες των έργων;

5 μονάδες

Κ. Γ. Καρυωτάκης, «Διάκος»

Μέρα του Απρίλη.
Πράσινο λάμπος,
γελούσε ο κάμπος
με το τριφύλλι.
Ως την εφίλη
το πρωινό θάμπος,
Η φύση σάμπως
γλυκά να ομίλει.

εκελαδούσαν
πουλιά, πετώντας
όλο πιο πάνω.
Τ’ άνθη ευωδούσαν.
Κι είπε απορώντας:
«Πώς να πεθάνω;»





Του γιοφυριού της Άρτας
  
Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
«Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται!»
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα:
«Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
πόρχεται αργά τ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα».

Τ’ άκουσ’ ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί το αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
«Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι».

Να τηνε κι εξανάφανεν από την άσπρη στράτα.
Την είδ’ ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
«Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι κι εσείς οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος;
- Το δαχτυλίδι τόπεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι νά βρει;
-         Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά’ σ’ το φέρω,
Εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά βρω».

Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε
«Τράβα, καλέ μ’, τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα».
«Ένας πιχάει με το μυστρί, κι άλλος με τον ασβέστη,
 παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.



«Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα το ριζικό μας!
Τρεις αδερφάδες είμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη,
κι εγώ η πλιο στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.

-Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει».
Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει.
«Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει».


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:

1.     Το τραγούδι μπορεί και να δραματοποιηθεί. Να το χωρίσετε σε τρεις σκηνές και να δώσετε έναν τίτλο στην καθεμιά.
6 μονάδες

2.     Επανάληψη, ομοιοκαταληξία, νόμος των τριών, διάλογος, άστοχα ερωτήματα, το αδύνατο: Ποια από αυτά τα γνωρίσματα μπορείτε να εντοπίσετε στο τραγούδι; Να επισημάνετε ένα σημείο για κάθε γνώρισμα.
2 μονάδες

3.     Να εντοπίσετε στο τραγούδι πέντε σημεία από τα οποία φαίνεται ο τραγικός ρόλος του πρωτομάστορα και να ερμηνεύσετε κάθε φορά τα συναισθήματά του.
5 μονάδες

4.     Τι δείχνει η αλλαγή της κατάρας σε ευχή όσον αφορά τη σχέση των μελών μιας παραδοσιακής οικογένειας;
3 μονάδες

5.     Να περιγράψετε τη συναισθηματική πορεία της λυγερής από την άφιξή της στο γεφύρι μέχρι το θάνατό της.
4 μονάδες



ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Η Γένεσις

Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
Η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από ΄να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν’ απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
 για να το ΄χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα
φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν’ απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.
ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Να περιγράψεις, με βάση τα στοιχεία που δίνει ο ποιητής, το μεσογειακό τοπίο με δικά σου λόγια.
  2. Για ποιο λόγο νομίζεις ότι στο ποίημα δεν υπάρχουν σημεία στίξης; Τι θέλει να εκφράσει μ’ αυτή την τεχνική ο ποιητής;
  3. Με ποιες παρομοιώσεις ο ποιητής μάς παρουσιάζει τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά και σε ποια εικόνα του αποσπάσματος αποδίδει τον Έλληνα;
  4. Αφού συγκρίνεις το απόσπασμα που ακολουθεί με το προηγούμενο α) να εντοπίσεις τη βασική διαφορά σε σχέση με το τοπίο που περιγράφουν και β) να επιβεβαιώσεις με στοιχεία από τα δύο αποσπάσματα ότι ο Ελύτης στο Άξιον εστί εμπνέεται από τη θρησκευτική παράδοση και την αγωνιστικότητα του ελληνικού λαού.
Τα Πάθη, Ε΄
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
και πάνω τους η μνήμη καίει
άκαυτη βάτος.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Ταράζεται ο καιρός
Κι απ’ τα πόδια τις μέρες κρεμάζει
Αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.
Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν στην άβυσσο;
Ποιες, ποιων, πόσων οι στρατιές;
Τα’ ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά.
Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.
Εσύ μόνη απ’ τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ’ την κόψη της πέτρας μιλάς
Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις
πασχαλιάν αναστάσιμη!